Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Είσαι




Γύρισες πάλι αλλού το βλέμμα
κάνεις πως δεν βλέπεις, πως δεν ακούς
μα εγώ αφουγκράζομαι μέσα στο αίμα
ήχους του πάθους και της πειθούς.

Γύρισες κι έκλεισες χίλιες σελίδες
φόρεσες δέρμα, σκούρα γυαλιά
μέσα σου κάρφωσες μύριες λεπίδες
κι είπες τελείωσαν τώρα όλα πια.

Μα όπως άλλοτε θα έρθεις πίσω
ξέρεις καλά τι σου ’μαι εγώ
και τι είσαι εσύ θα σου απαντήσω
δίχως ελάχιστο εγωισμό.

Είσαι η αλήθεια μου, παράπονο μου
είσαι τ’ αστέρι μου στον ουρανό
ήρθες και φώλιασες στο όνειρο μου
κι ας ήταν άπιαστο και μακρινό.

Είσαι ο άνεμος που ’χω στα χείλη
που ψιθυρίζει στη σιγαλιά:
Η αναζήτηση είναι παιχνίδι
για ερωτευμένους που ζουν φωτιά.

Είσαι τ’ απόγιομα μέσα στο δάσος
το ηλιοβασίλεμα στην αμμουδιά
και η αγάπη μου στέκεται βράχος
όσο το κύμα σου κι αν τη χτυπά.


                                                                Καλή Πανσέληνο!




Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2013

Κυριακή του Σωτήρος




Εκείνη την ημέρα είχε ανάγκη
να εξσπλαχνίσει  τα Σ’ αγαπώ του
μ’ όλες τις λέξεις, τις κινήσεις, τα νοήματα.
Βίωμα βίαια ενοχικό.

Τον παρατηρούσε.  Βλέμμα και μαρασμός.

Τελικά, απ’ όλους διάλεξε εκείνη.
Γύρισε την κάννη επάνω της και
έκανε να πυροβολήσει.

Στον επόμενο κρότο έπεσε νεκρός.

Ήταν Κυριακή του Σωτήρος.






Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Wrapped



Never trapped though...

.
.
.

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2013

Η ψυχή σου ψυχή μου



Πόσο εύκολα βαδίζει κανείς στο σκοτάδι; Πόσο δύσκολα στο φως; Ή μήπως τα λεω αντίθετα;

Έχω δυο φωνές μέρες τώρα, τη δική σου και τη δική μου. Η δική σου μου κρατάει συντροφιά η δική μου με εχθρεύεται και τη διώχνω.

Ή μήπως όχι; Όχι όχι δεν είναι φωνές, δεν είναι δυνατόν να είναι απλές φωνές, τι δύναμη μπορεί να κατέχει μια φωνή; Την υψώνεις ή τη χαμηλώνεις και έτσι τελειώνει, σβήνει, χάνεται. Δεν είναι φωνές, ψυχές είναι. Έχω την ψυχή σου συντροφιά που πηγαινοέρχεται μέσα μου στο βαγόνι της σκέψης σου που είναι η σκέψη μου, της σκέψης μου που είναι η σκέψη σου.

Και η δική μου; Η δική μου ψυχή που με εχθρεύεται; Με εχθρεύεται γιατι την απόδιωξα από κοντά μου για να την χαρίσω στον κόσμο. Όχι σε σένα, όχι σε όσους αγαπώ, όχι σε όσους είναι δίπλα μου, αλλά στον κόσμο, εκεί έξω μακριά που δεν φαντάζεται καν την υπάρξη μου, που δεν έχει καμιά ανάγκη να τη μάθει, εκει την έχω στείλει να αφουγκράζεται τους πόνους και τις προσευχές τους και πότε πότε να έρχεται να ομολογάει τι άκουσε και τι είδε. Τόσο άπονη έχω σταθεί χρόνια μαζί της ίσως γιατί με συντροφεύει ο πόνος από παιδί.

Κι έρχεται, έρχεται πότε νύχτες, πότε μέρες, πότε ξημερώματα στο κλάμα βουτηγμένη να με κατηγορεί για τα δεινά που τη στέλνω να βιώνει. Κι άπονα, ως πάντα άπονη μαζί της, χαμογελώ και κρατιέμαι δήθεν δυνατή απέναντι της μέχρι να ξαναφύγει αφού τη διώχνω.

Και μένω παλι μόνη, δίχως ψυχή, άψυχη, ένα κενό κέλυφος που από την οδύνη που εισχωρεί μέσα του αποτυπώνει σε κάθε άγγιγμα ίχνη από μελάνι.

Ευτυχώς που με βρήκε εσχάτως η δική σου κι έχω ψυχή να πορεύομαι, γιατί δίχως ψυχή μέσα σου πώς να πορεύεσαι στον κόσμο;