Ένας ξύλινος δρόμος
από κορμιά δέντρων προσεχτικά να κείτονται
το ένα πλάι στο άλλο
καθ ’όλη του την έκταση.
Δείχνουν πρόθυμα να δέχονται αθόρυβα
την ύπαρξη που προσεγγίζει
μα ίσως μύχια εύχονται να ενσκήψει κάποιος κάποτε
στους σπάνιους εσώτατους τριγμούς τους
φορές που την οδό τους διαταράσσει
σ’ αυτούς κρατιούνται για ν’ αντέχουν
το βάρος της υπεκφυγής.
Ξύλινος ο δρόμος
επάνω από ροές υδάτινες
χειμαρρώδη ανάσα
κάτω από φυλλωσιές αιώνιες
ανάμεσα στα κορμιά πέτρες
κλαδιά κι εμπόδια αλυσίδας
χαλκός, χρυσός, σίδερο
μία αόρατη και άγευστη αγάπη.
Ετούτος ο δρόμος πέρασμα
προς άφθαστη, αχάραγη πεδιάδα
που δεν ευλογήθηκε ποτέ γέλιο ή κλάμα
έμειναν όλα στα κορμιά, στο δρόμο
καθώς κανείς ποτέ δεν μπόρεσε
τους τριγμούς των σκέψεων να διαπεράσει.