Στα παιδικά μου χρόνια τα δέντρα πράσινα ήταν
Και να δεις πολλά σε αυτά υπήρχαν.
Ελάτε πίσω νωρίς ή ποτέ.
Ο πατέρας μου έκανε τους τοίχους ν’ αντηχούν,
Φορούσε το κολάρο του όπως δεν το φορούν.
Έλα πίσω νωρίς ή ποτέ μη φανείς.
Η μητέρα μου φορούσε ένα φόρεμα ώχρα·
Ευγενικά, ήσυχα, πράα.
Επέστρεψε νωρίς ή ποτέ πια.
Όταν ήμουν πέντε τα μαύρα όνειρα ήρθανε·
Έκτοτε το ίδιο ακριβώς τίποτα δεν ήτανε.
Επέστρεψε νωρίς ή ποτέ.
Το σκότος στους νεκρούς μιλούσε·
Στο κρεβάτι μου δίπλα η λάμπα σιωπούσε.
Επέστρεψε νωρίς ή ποτέ.
Όταν ξύπνησα δεν νοιάστηκε κανείς·
Κανείς, κανένας δεν ήτανε εκεί.
Επέστρεψε ποτέ ή νωρίς.
Όταν ο σιωπηλός μου τρόμος κραύγασε,
Κανένας, κανείς δεν απάντησε.
Επέστρεψε ποτέ ή νωρίς.
Σηκώθηκα· ο ήλιος ψυχρός
Με είδε να φεύγω μακριά μοναχός.
Έλα πίσω νωρίς ή χάσου εντελώς.
Louis MacNeice
Μετάφραση: Μαρία Ανδρεαδέλλη