Εν λευκώ
Πλησίασα
για λίγο να κοιτάξω
Το κάστρο
σου με δάγκωνε
κάθε
φορά που έφερνα τα χείλη
Επιθυμίες
Ουτοπικές
ευχές
Μικρό
κλουβί
δίχως
ανάσες
Νόμιζες…
πως
τα μήλα πια σωθήκανε
ότι
φαιδρά αναζητούσα καγκελόπορτες
κι
απόμερα καΐκια δίχως γλάρους
Λυπόμουν
Τη
λευκή χτισμένη πόρτα
στην
καρδιά της υπαίθρου.
Τα
χέρια που ράγιζαν κάθε φορά
που
αντάμωναν ελπίδα.
Τα
στήθη
ξέπνοα
από μισεμούς
σ’
άδειες εικόνες
Κι
εγώ
Φθόγγους
που έμαθα
για
να μιλώ στους ξεχασμένους καιρούς,
να
μετρώ τα σύννεφα μ’ αγωνία
ν’
απαλύνω τα βλέφαρα που ξεμάκραιναν
αγκαλιά
με τυφώνες και βροχές τροπικές,
να
πλέκω ανέμους
στόλισμα
στα χλωμά κυπαρίσσια,
ωδές
ν’ αντηχώ στους πιο μύχιου τοίχους
κέρασμα
ως τις αυλές του Πάσχα
να
σιωπώ
αποκαμωμένη
απ’
την αόρατη δέσμη
που
μ’ έσφιγγε
κι
απ’ το βουνό χιόνι
που
μ’ έχωνε
όλο
βαθύτερα
όλο
χειρότερα
στο
μισό εαυτό μου.