(Οδός Αγάπης)
Βροχή κι αέρας ήρθανε τη νύχτα που σε χάνω
στο τζάμι εκείνη δροσερή, τα δάχτυλα ακουμπώ
ενώνω τις σταγόνες της και γράφω εκεί πάνω
το όνομά σου, μια ευχή, κι ένα φιλί στερνό.
Ο αγέρας που τα διάβασε με σπρώχνει να τα σβήσω
πέφτω στην ύλη την υγρή αφήνω δαχτυλιές
τάχα να πρόλαβες να δεις όσα με σπρώχνουν πίσω
όσα να φύγω μου μηνούν, να μη γυρνώ στο χθες;
Βροχή κι αέρας μέσα μου θύελλα πια εγίνει
κι εσύ μακριά πού να κοιτάς τις ώρες που λυγώ;
κι αν μ’ έσφιγγε η αγάπη σου από καιρό μ’ αφήνει·
μάταιο πια ξοπίσω της να ψάχνω την οδό.
Μ.Α.