Γι' αλλού πετώ και σήμερα...
Βγάζω
το σακάκι και από την τσέπη πέφτουν νομίσματα
Ένδειξη
πλούτου, λένε
Τα
μαζεύω γιατί τίποτα ποτέ δεν περίσσεψε
Στην
άλλη πλευρά του δωματίου αντικρίζω
Θολωμένο
το είδωλό μου στον καθρέφτη της γιαγιάς
Μεσαίωνα
μου είπαν πως θυμίζει κάποιες φορές η μορφή μου
Πότε
περνάει από μέσα μας ο μεσαίωνας;
Συλλογάμαι
Κοιτώ
με νοερό μικροσκόπιο την ψυχή μου
για
κάποια σημάδια του
Όλα
είναι εκεί
Ποτέ
δεν αναχώρησε τίποτα
Άλλοτε
θα φωνάξουν άλλοτε θα σωπάσουν
όμως
τα πάντα που κάποτε ήρθανε δεν έφυγαν ποτέ.
Είναι
αλήθεια πως δεν ξέρω ν’ απαντάω σ’ ερωτήσεις
Τι
σημασία έχουν τα λόγια
όταν
η σκέψη έχει ταξιδέψει γι’ αλλού;
Έτσι,
σκέψεις και λόγια που δεν συμβαδίζουν δεν τα αφήνω
να
κάνουνε το γύρο του θανάτου
Από την
τσέπη πάντα κάτι θα πέσει που θα μείνει απαρατήρητο
Κάποτε
το βρίσκω, αν και αργά είναι ευλογία
Η
θλίψη έρχεται όταν αντιληφθώ την έλλειψή του
χωρίς
να μπορώ να το εντοπίσω
και
τότε έρχονται τα κεριά να με συγχωρέσουν
Εγώ
ποτέ δεν συγχωρώ – άνθρωπος
Μόνο
εκείνα
Την
άλλη Κυριακή έχουν εγκαίνια οι μεγάλες αναμνήσεις
Ανάμεσα
στα θανατερά λιβάδια
κανένα
αρνί δεν θα βελάξει
Θα
είναι η ώρα της μεγάλης αναχώρησης
της
μεγάλης επιθυμίας
Κυριακή,
με τους άσωτους να γλεντάνε την μεγάλη υπόσχεση
που
αργεί
που
ίσως δεν θα έρθει
Έως
τότε έχω ακόμα νομίσματα πεσμένα
Κάποια
κουδούνισαν καθώς έπεφταν
Κάποια
κυλίστηκαν αθόρυβα στο πάτωμα
κρύφτηκαν
στα χνάρια του μεσαίωνά μου
Η
γιαγιά θα μου έπλενε το πρόσωπο
θα
μου έβαζε πούδρα και ρουζ και
βουρ
για το παζάρι
Το
νυφοπάζαρο κάπου εκεί στα δεκατρία
-Βάλε
και λίγο κοκκινάδι,
θα
με μάλωνε
και
για τα άσιαχτα μαλλιά μου
Κάθε
φορά που αντιμιλώ στον καθρέφτη της
Εκείνος
θαμπώνει
Κι
εγώ σκύβω να βρω το τι μου έπεσε.