Κεριά οι νύχτες μου
τροχοί οι μέρες
στάχτη από λάβδανο
έχω γευτεί
σπίθες του θέριεψαν
κι ολούθε καίνε
επαναστάσεις
πένθος, οργή.
Ό,τι αντικρίζω νερό από κύμα
ό,τι μεθάω, το πίνω, ζω
νύχτα μου άγουρη
σαν σε βιτρίνα
σε βλέπω εικόνισμα
τάμα ιερό.
Φιλί απ’ αμέθυστο
το στόμα φέρει
μνήμη απ’ άβυσσο σε πυρκαγιά
στην αγκαλιά μου σφίγγω το χέρι
’κεινου που χάρισε
Ζωής ευωδιά.
Κουβέρτα άγγιγμα
και προσκεφάλι τ’ όνειρο
που είδαμε στη μια στιγμή
που ενωθήκαμε σε πυροφάνι
πύρρειο το αίσθημα
φέγγει μια Γη
που μόνοι στέκουμε
καταμεσής της
κι ειν’ ευλογία απ’ ουρανό
μες στ’ αδιέξοδα που εκείνη εσείστει
να λες: Αγάπη μου!
να λέω: Σ’ Αγαπώ!