Αδειανό το πουλόβερ της νύχτα, ριγμένο σχεδόν αδιάφορα στην
πλάτη μιας καρέκλας.
Το κοίταζε πότε με παράπονο, πότε με περιέργεια, πότε με
αγωνία.
Ήταν κάποτε γεμάτο; Με τι τρόπο το φορούσε; Δεν θυμόταν πια,
ή μήπως έκανε πως δεν θυμόταν;
Σαν να ήθελε κάποιος να της το θυμίσει. Κάποιος; Ποιος κάποιος; Ποιος νοιάζεται για έναν τυχαίο κάποιο; Ο ένας, πάντα εκείνον τον έναν αναζητούμε να μας θυμίσει τα πάντα. Να σταθεί.
Να μείνει.
Όσο ο χρόνος περνούσε τόσο ερχόταν να μοιάσει στο χρώμα που το φιλοξενούσε. Κάποτε ήταν
γαλάζιο και φεγγοβολούσε ανοιξιάτικο φως και θάλασσα, σαν να κατοικούσε συνεχώς
μέσα του το σέλας, ρούχο νύχτας που δεν νύχτωνε, αλλά τόσο καιρό μετά, είχε γείρει πια σε ένα τόνο πριν αυτό του
κάρβουνου, άρχιζαν και οι ίνες του να ζαρώνουν, σαν να έτεινε να μεταλλαχτεί, να συρρικνωθεί και να κολλήσει σε εκείνη την
μαυριδερή καρέκλα που του έτυχε να ριχτεί.
Κοίταξε το ημερολόγιο, κόντευε επισήμως να σημάνει η ώρα της άνοιξης. Το ίδιο
πρωί είχε δει τη φύση καταπράσινη, τις μαργαρίτες ανθισμένες, τις παπαρούνες να
λικνίζονται φλερτάροντας με τον ολοζώντανο άνεμο, έναν άνεμο ήπιο, καλοσυνάτο.
Η νύχτα όμως ήταν γυμνή, γυμνή και άφαντη. Ζούσε κάθε φορά που
ήταν η ώρα της να πλησιάσει το κενό της.
Κοίταζε από απόσταση το ρούχο της. Το ρούχο μιας ανοιξιάτικης νύχτας που
επαναλαμβανόταν πανομοιότυπα επί χρόνια.
Το ρολόι της φύσης σύντομα θα σήμαινε ισημερία κι εκείνη θα έπρεπε ως τότε να
αποφασίσει σε ποια πλευρά του δρόμου μπορούσε να σταθεί.