Με παίρνει η ζωή
με θανάτου σημάδι
σε υπόγειες ώρες
τις μέρες ξεχνώ
κι όπως σβήνει η φύση
μες στη μνήμη μου ίση
η αγάπη η δική σου
και η θέση η κενή σου.
Ακουμπώ, δεν αγγίζω
το γεμάτο τραπέζι
έχει φύγει η πείνα
και η δίψα καιρό
κατοικεί στην ψυχή μου
και σε κάθε μου σκέψη
η μορφή σου ένα χάδι
η φωνή σου ηχώ
μίας άλλης πατρίδας
πιο ξένης από ξένη
σαν να πέρασαν αιώνες
που ζούσα εκεί
κι όπως μπαίνει εντός μου
κομματιάζει σε χώρες
ένα νου που γυρίζει
σαν φεγγάρι τη γη.