Είναι χρόνια τώρα που φυσάει σε τούτο το δωμάτιο. Άτιμος καιρός. Κρύο και αέρας να ξηραίνουν το πετσί. Κάθε χρόνο διακρίνω όλο και περισσότερες χαρακιές του.
Ο γιατρός μου είπε να βάζω κάθε βράδυ ενυδατική, να αποφεύγω τα νερά, τα κρύα και την τρύπια αγάπη. Δεν μου είπε όμως τίποτα γι’ αυτό το δωμάτια που ξηραίνει αργά ή γρήγορα κάθε υγρασία μου.
Χειμώνα – καλοκαίρι είναι κρύο, τόσο κρύο που με δυο πουλόβερ και μπουφάν ίσα που το αντέχω. Γάντια όμως δεν γίνεται να φορέσω. Τα θέλω ελεύθερα τα δάχτυλα να μπορώ να γράφω, αλλά με αυτόν τον καιρό στο σαν χιονισμένο δωμάτιο κοκαλώνουν και αγκομαχούν στο γράψιμο.
Σήμερα έγραψαν μόνο μια λέξη: Απουσία.
Μαντεύω τι θέλουν να πουν. Μόνο μαντεύω. Όποτε ισχυρίζομαι ότι κατανόησα κάτι σηκώνονται εμπρός μου και μου ρίχνουν δέκα φάσκελα. “Πάρτα για να έχεις περισσότερη έμπνευση στη μαντεψιά”, μου λένε περιπεχτικά, κι εγώ στριγγλίζω από μέσα μου: “Θα σας δείξω!”
Τυλίγομαι μια κουβέρτα και κάθομαι στο κρεβάτι με αγωνία.
Κανείς δεν θα έρθει, και είναι ακριβώς αυτό που φοβάμαι. Αυτό και τούτος ο καταραμένος αέρας που θέλει να μου παίρνει την κουβέρτα, να μου ανακατώνει τα μαλλιά και να μου ξηραίνει τα χέρια και το πρόσωπο. Τα άλλα δεν με νοιάζουν. Αντέχω.
Βαρέθηκα τη ζωή σε αυτήν την κατάσταση. Όχι τη ζωή, την κατάσταση, και την ζωή σε αυτή.
Ετούτος ο αέρας είναι ένα πολύ ύπουλο φαινόμενο.
Γίνεται ακόμα δριμύτερος τις στιγμές που η θέλησή μου λείπει και μου σφυρίζει μέσα στ’ αυτιά, βαθιά πολύ βαθιά μην τυχόν και τα γράμματα χαθούν και δεν ακούσω.
“Είσαι εγώ και βρίσκεσαι σ’ εμένα!”
Παραταύτα όλο και κάποιο γράμμα ξέφευγε και η πρόταση έμενε σαν κενή πινακίδα στο μυαλό μου, μέχρι πριν λίγα λεπτά.
Κρύο τσουχτερό και αέρας μανιασμένος να σφυρίζει στους ακουστικούς μου πόρους πεντακάθαρα κάθε γράμμα κάθε λέξης.
“Είσαι εγώ και βρίσκεσαι σ’ εμένα!”
Αυτό ήταν.
Άνοιξα την πόρτα και βγήκα…
Ο γιατρός μου είπε να βάζω κάθε βράδυ ενυδατική, να αποφεύγω τα νερά, τα κρύα και την τρύπια αγάπη. Δεν μου είπε όμως τίποτα γι’ αυτό το δωμάτια που ξηραίνει αργά ή γρήγορα κάθε υγρασία μου.
Χειμώνα – καλοκαίρι είναι κρύο, τόσο κρύο που με δυο πουλόβερ και μπουφάν ίσα που το αντέχω. Γάντια όμως δεν γίνεται να φορέσω. Τα θέλω ελεύθερα τα δάχτυλα να μπορώ να γράφω, αλλά με αυτόν τον καιρό στο σαν χιονισμένο δωμάτιο κοκαλώνουν και αγκομαχούν στο γράψιμο.
Σήμερα έγραψαν μόνο μια λέξη: Απουσία.
Μαντεύω τι θέλουν να πουν. Μόνο μαντεύω. Όποτε ισχυρίζομαι ότι κατανόησα κάτι σηκώνονται εμπρός μου και μου ρίχνουν δέκα φάσκελα. “Πάρτα για να έχεις περισσότερη έμπνευση στη μαντεψιά”, μου λένε περιπεχτικά, κι εγώ στριγγλίζω από μέσα μου: “Θα σας δείξω!”
Τυλίγομαι μια κουβέρτα και κάθομαι στο κρεβάτι με αγωνία.
Κανείς δεν θα έρθει, και είναι ακριβώς αυτό που φοβάμαι. Αυτό και τούτος ο καταραμένος αέρας που θέλει να μου παίρνει την κουβέρτα, να μου ανακατώνει τα μαλλιά και να μου ξηραίνει τα χέρια και το πρόσωπο. Τα άλλα δεν με νοιάζουν. Αντέχω.
Βαρέθηκα τη ζωή σε αυτήν την κατάσταση. Όχι τη ζωή, την κατάσταση, και την ζωή σε αυτή.
Ετούτος ο αέρας είναι ένα πολύ ύπουλο φαινόμενο.
Γίνεται ακόμα δριμύτερος τις στιγμές που η θέλησή μου λείπει και μου σφυρίζει μέσα στ’ αυτιά, βαθιά πολύ βαθιά μην τυχόν και τα γράμματα χαθούν και δεν ακούσω.
“Είσαι εγώ και βρίσκεσαι σ’ εμένα!”
Παραταύτα όλο και κάποιο γράμμα ξέφευγε και η πρόταση έμενε σαν κενή πινακίδα στο μυαλό μου, μέχρι πριν λίγα λεπτά.
Κρύο τσουχτερό και αέρας μανιασμένος να σφυρίζει στους ακουστικούς μου πόρους πεντακάθαρα κάθε γράμμα κάθε λέξης.
“Είσαι εγώ και βρίσκεσαι σ’ εμένα!”
Αυτό ήταν.
Άνοιξα την πόρτα και βγήκα…