Σχίζω σκοτάδια να βρω τη μορφή σου
-πως χαμογελούσε!-
κανένα μαχαίρι δεν κόβει
μόνο τα μάτια σου βρίσκω κρυμμένα
κάτω απ’ τα μαξιλάρια.
Μ’ αυτά μ’ άφησες να ζεσταίνομαι.
Η κουβέρτα της πνοής σου απέχει.
Δες…
Δεν είμαι ίδια.
Ξέφτισα.
Κρόσσια έμεινα.
Ένα-ένα έρχονται τα πουλιά τις νύχτες
τραβάνε και πάνε.
Λένε πως θα σ’ ανταμώσουν
έτσι κι εγώ τ’ αφήνω,
μ’ ελπίδα…
………………
Πάνε τόσες νύχτες…
Σώθηκα,
όμως δε γύρισες
κι ας μ’ έστειλα κρόσσι-κρόσσι στην πόρτα σου.
Δεν θα ξανάρθεις;
Ρωτώ κι απάντηση δεν παίρνω.
Συνήθισα πια.
Δεν περιμένω τη γεύση σου
μα να, ένα στεναγμό σα ν’ άκουσα
κ’ ήρθε βροχή από άλλους τόπους να με πνίξει.