Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Μακριά



Δεν είναι πολύς ο καιρός που αποκόλλησα από το στήθος το σταυρό μου

Είναι όμως πολύς ο καιρός που τον είχα ξεχασμένο να με απορροφά

Κοίτα μου λένε, δεν θα τελέψουνε ποτέ τα δάκρυα μακριά του

Όμως εγώ τον ονομάζω φόβο κι έτσι μαθαίνω να πορεύομαι

Μακριά

Στην αδεια μου σοφίτα καρτερώ τα νυχτολούλουδα ν’ ανθίσουνε

Δεν έχω χρόνο πολύ όμως δεν έχω και τι άλλο να προσμένω

Από ένα τέλος ατελεύτητο

Από ένα τέλος δικός μου

Και μια διαρκή συνέχεια

Συνέπεια μου είπαν επίσης ότι θα ορίσει τα του μέλλοντος



Όμως δεν βλέπω ακόμα τίποτα δίχως εμένα να ορίζεται

Ταυτοχρόνως τα πάντα ορίζονται εξ ορισμού από φύσης νόμους



Κάτσε καλά στη θέση σου, προειδοποιούν

Μα εγώ κουράστηκα τον ύστερο μου βίο να βιάζω για χάρη των

Έτσι πηγαινοέρχομαι όποτε με βολεύει ξεβολεύοντας αφελείς



Αφελείς όντες οι δουλοπάροικοι της φίλτατης μας Ιερουσαλήμ

Κάπου εδώ γύρω μαγειρεύουν για τους γέροντες χρόνους

Μην αδικείτε τα νοούμενα, δεν έχουν σχέση με τους δημοσιοσχεσίτες

Εκείνα απτόητα πορεύονται στον όρθρο

Και ήσυχα κοιμούνται τα απογεύματα

Και οι νύχτες με εφιάλτες δεν τους ταράσσουν



Άκριες οι φορές τώρα πια

Που ο λόγος μου στερεύει καθώς ειπώθηκε

Με χιλιάδες ορισμούς και τρόπους

Κι όμως

Συνεχίζω να ματώνω τη γλώσσα με τα δόντια μου άφοβη

Στη λαχτάρα που καρτερεί να με φαει



Κάπου εδώ περισσεύουν του μέλλοντος οι καρποί

Πληθώρα, και δεν ξέρω τι να πρωτοπιώ και τι να πρωτοφάω

Αχόρταγη και αντάμα χορτασμένη από τα ξενόφερτα γλέντια

Και τις βλαστήμιες



Αποκριά ντύθηκα, ντύθηκα χορτασμένη, ντύθηκα μωρό στην κούνια μου

Εγώ κι η μοίρα μου, ντυθήκαμε γκαστρωμένες υποσχέσεις κενές

Και καινών ανθρώπων κενά απλησίαστα

Κινηθήκαμε με λαχτάρα στις παρυφές της ευχαρίστησης όμως δεν φτάσαμε

Την ιερά παρέλευση ατοπημάτων

Παντού ο τόπος διασκορπίζεται μαζί τους

Παντού φτώχια μυαλού και συνείδησης

Παντού τα πάντα ως λένε και το είδαμε



Τούτο εδώ σαν ποίημα δεν μας θρέφει

Σαν λόγος ακέραιος υστερεί

Δεν είναι τίποτα απ’ τη μιζέρια που πτοεί τα πανανθρώπινα

Μονο πόνος είναι, μόνο απελπισία και παρέλευση

Μόνο κομένη ανάσα και καημός αχόρταγης υποταγής

Κατηφόρα χωματένιου δρόμου, κατσάβραχα όπου σπάσαμε

Τα πόδια μας



Άνθρωπε,

Στην αυτοτέλεια του σύμπαντος μην με αφήνεις μόνη

Να θρηνώ