Δεν άνοιξε η πέτρα στη γιορτή της Πασχαλιάς.
Έμειν’ εκεί μονάχη της
στ’ ακρόβραχο να κλαίει
τα κλεισμένα μάτια των χορών.
Ακούς πατρίδα;
– Χώρα ειρηνική
κάτω απ’ το χώμα και την άμμο –
Ετούτες οι σταγόνες μείνανε
να ευεργετούν την ερημιά
και τις καλδέρες των κειμηλίων.
Ξαγρύπνησε το κύμα.
Έξω απ’ τον τόπο των λυγμών ήτανε
σαν άκουσε τη χήρα να σφαδάζει
αναμονή και ύστερο μετάνιωμα.
– Μα η μοίρα δεν αλλάζει – .
Είμαι ο χειμώνας -φώναζε-
που κρυσταλλώνει βλέφαρα
που αγκυλώνει αγκάλες
να μένουν ανοιχτές και να μην κλείνουν
να νιώσουν ευωδιά ανάσας
να πυρώσουν από ζεστή καρδιά.
Είμαι ο χειμώνας.
Χιονιάς και γδάρτης των ελπίδων
γεννήτορας των καταιγίδων
που στρέφουν τη γαλήνη μακριά.
Είμαι ένα βδελυρό αμάλγαμα
που πυρετό σηκώνει
το θύμα μου κανείς ποτέ δε σώνει
κι έχω θηράματα πολλά…
Ακούς αγάπη;
που κλαις και που σφαδάζεις…
Δύσκολη η παρέα του φωτός
και ούτε χαραμάδα ουρανού
για να ξεφύγεις…
Έμειν’ εκεί μονάχη της
στ’ ακρόβραχο να κλαίει
τα κλεισμένα μάτια των χορών.
Ακούς πατρίδα;
– Χώρα ειρηνική
κάτω απ’ το χώμα και την άμμο –
Ετούτες οι σταγόνες μείνανε
να ευεργετούν την ερημιά
και τις καλδέρες των κειμηλίων.
Ξαγρύπνησε το κύμα.
Έξω απ’ τον τόπο των λυγμών ήτανε
σαν άκουσε τη χήρα να σφαδάζει
αναμονή και ύστερο μετάνιωμα.
– Μα η μοίρα δεν αλλάζει – .
Είμαι ο χειμώνας -φώναζε-
που κρυσταλλώνει βλέφαρα
που αγκυλώνει αγκάλες
να μένουν ανοιχτές και να μην κλείνουν
να νιώσουν ευωδιά ανάσας
να πυρώσουν από ζεστή καρδιά.
Είμαι ο χειμώνας.
Χιονιάς και γδάρτης των ελπίδων
γεννήτορας των καταιγίδων
που στρέφουν τη γαλήνη μακριά.
Είμαι ένα βδελυρό αμάλγαμα
που πυρετό σηκώνει
το θύμα μου κανείς ποτέ δε σώνει
κι έχω θηράματα πολλά…
Ακούς αγάπη;
που κλαις και που σφαδάζεις…
Δύσκολη η παρέα του φωτός
και ούτε χαραμάδα ουρανού
για να ξεφύγεις…